μεσολάβημα

μεσολάβημα
μεσολάβημα, τὸ (Μ) [μεσολαβώ]
συν. στον πληθ. τὰ μεσολαβήματα
εξογκώματα κατά διαστήματα στο σώμα ενός στύλου, όπως είναι τα γόνατα τού καλαμιού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”